- κυνανθρωπία
- ηιατρ. μορφή φρενοπάθειας κατά την οποία ο ασθενής φαντάζεται ότι μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνάνθρωπος — ο (AM κυνάνθρωπος, ον) νεοελλ. 1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος 2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος αρχ. φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» κυνανθρωπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek